top of page
Σούζι η Μπερδεμένη Κατάσκοπος

                Η Σούζι ξύπνησε από τον ήχο της βροχής δίπλα σ’ έναν άντρα. Τον κοίταξε, κοίταξε και την ώρα και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, σέρνοντας τη ρόμπα της μέχρι το παράθυρο. Ήταν ακόμα νύχτα, και τα φώτα της Νέας Υόρκης έλαμπαν τόσο πολύ μέσα στο διαμέρισμά της, που σκιές ξεπρόβαλλαν παντού, άλλες μικρές που μπλέκονταν με τη νύχτα, κι άλλες μεγάλες και τρομακτικές, σαν τέρατα ενός εφηβικού τρομακτικού βιβλίου. Ακούμπησε το τζάμι και ένιωσε την υγρασία του. Ένα ρίγος τη διαπέρασε, έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας της και ξάπλωσε ξανά δίπλα στον άντρα εκείνον.

                Το πρωί όλα ήταν διαφορετικά. Η βροχή είχε σταματήσει, ο ήλιος ζέσταινε ήδη τους περαστικούς με τις ακτίνες του και η Σούζι έψαχνε με νεύρα να βρει το ξυπνητήρι για να το κλείσει. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και παρατήρησε πως ήταν μόνη. Δεν της έκανε εντύπωση… Ντύθηκε, πήρε την τσάντα της, τα κλειδιά της, και βγήκε στο δρόμο. Πέρασε από την καφετέρια και πήρε ένα διπλό κάραμελ μακιάτο, πέρασε από το ανθοπωλείο στο οποίο πάντα χαιρετούσε την ιδιοκτήτρια και μπήκε στην εταιρεία της.

                Τα χαρτιά έφτιαχναν στοίβες δεξιά κι αριστερά από τον υπολογιστή της, όμως εκείνη είχε το μυαλό της στην απογευματινή της συνάντηση. Το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά εκείνη δεν το άκουγε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έπρεπε να το επισπεύσει. Σήκωσε το τηλέφωνο για να καλέσει κάπου, όμως αυτό ήδη χτυπούσε και ακούστηκε μια αντρική φωνή. «Επιτέλους, το σήκωσες! Άκουσε, χτες το βράδυ…» Το έκλεισε γρήγορα. Δεν ήθελε να ακούσει το παραμικρό. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κάνει εκείνο το τηλεφώνημα.

                «Γεια σας, εδώ Σούζι. Μήπως θα μπορούσα να έρθω να την παραλάβω από τώρα;» Πήρε βιαστικά την τσάντα της και συνεννοήθηκε με τη συνάδελφό της να την καλύψει. Πήρε το μετρό και κατέβηκε ακριβώς οκτώ στάσεις μετά. Χτύπησε το κουδούνι, στη μονοκατοικία με τον αριθμό 333 και η πόρτα άνοιξε. «Καλώς ήρθες», της είπε ένας ηλικιωμένος μαύρος άντρας. «Μέσα είναι».

                 Καθώς διέσχιζε τον μακρύ σκοτεινό διάδρομο της μονοκατοικίας, η Σούζι ένοιωθε τους χτύπους της καρδιάς της πολύ δυνατούς. Προσπαθούσε να καταλάβει αν το ήθελε πραγματικά αλλά αν όλα όσα προηγήθηκαν ήταν αυτά που την οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Τώρα όμως ήταν ήδη πολύ αργά σε μερικά μόνο βήματα θα ήταν μπροστά εκεί, δίπλα του και επιτέλους θα το κρατούσε στα χέρια της.

                 Ο μαύρος άντρας που της άνοιξε την πόρτα περπατούσε αργά μπροστά της και το μόνο που ένοιαζε τη Σούζι ήταν να τελειώσει αυτός ο διάδρομος με τις απόκοσμες φιγούρες στους τοίχους.  Η ώρα ήρθε, έφτασε στο γραφείο και ο μαύρος άντρας ανακοίνωσε το όνομά της. Με βραχνή φωνή της είπε να περάσει… Ήταν η στιγμή που περίμενε, η ώρα έφτασε και έκανε το βήμα για να μπει στο γραφείο.

 

                Καθώς πλησίαζε με ένα αργό και δειλό βήμα ο μαύρος άντρας της είπε να καθίσει. Η Σούζι παρατηρούσε με αγωνία το ρολόι και αναρωτιόταν: μα γιατί αργεί, δεν είναι έτοιμη ακόμα; Την ήθελε πραγματικά πολύ και όσο περνούσε η ώρα και άκουγε το βαρύ βήμα του μαύρου άντρα να πλησιάζει ήξερε πως σε λίγο θα ήταν δικιά της.

                H πόρτα ανοίγει ξαφνικά και μπροστά της βλέπει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Μια ξανθιά, ψηλή και πανέμορφη γυναίκα. Την κοιτάζει με νόημα και της χαμογελά. Η Σούζι, απογοητευμένη και με σχηματισμένη την απορία στο πρόσωπό της, δεν ξέρει τι να σκεφτεί. «Τι κάνει αυτή η γυναίκα στο μέρος αυτό; Γιατί δεν ήρθε εκείνη που περίμενα?»! Η ξανθιά γυναίκα την πλησιάζει, της χαμογελά και της λέει……

 

                «Καλησπέρα! Είμαι η Ρένα! Δεν έχω πολύ χρόνο και αυτό το μέρος είναι χειρότερο και από την άθλια γειτονιά που μεγάλωσα, οπότε θα στα πω γρήγορα και θα γίνω καπνός. Σε αυτή την τσάντα θα βρεις όλα όσα χρειάζεσαι. Περιέχει όλα τα απαραίτητα χαρτιά για τη συνάντηση σου με τον Ιρλανδό, τα ρούχα που θα φορέσεις, πλαστό διαβατήριο και υλικό που να είσαι σίγουρη ότι θα ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις εάν όλα πάνε στραβά! Να είσαι προσεκτική, να μιλάς λίγο και μόνο όταν είναι απαραίτητο και προς θεού μην δείχνεις τόσο τρομαγμένη όσο φαίνεσαι τώρα! Ό,τι χρειαστείς κάλεσε το Νίκο στον αριθμό που θα βρεις αποθηκευμένο στο κινητό που θα βρεις στην πίσω τσέπη της τσάντας»

«Μα….» πήγε να ψελλίσει η Σούζι.

                  Η ξανθιά γυναίκα έκανε έφυγε γρήγορα από την πόρτα που είχε μπει τόσο ξαφνικά πριν λίγα λεπτά. Η Σούζι έμεινε μόνη της στο δωμάτιο. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει…. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Τι ήταν αυτά που έλεγε; Ποιος ήταν ο Νίκος; Τι θα έκανε με αυτή την τσάντα; Είχε γίνει λάθος! Ένα μεγάλο λάθος! Δεν καταλάβαινε τίποτα, εκτός από το ότι είχε μπλέξει σε κάτι πολύ κακό….

                  Μέχρι προχθές, θυμάται η Σούζι, κανόνιζε τις επόμενες διακοπές της.. Έψαχνε ξενοδοχεία, εισιτήρια. Ήθελε να ξεφύγει  λίγο, και- για να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της- ήθελε να «κυκλοφορήσει». Τόσο κόπο έκανε να χάσει εκείνα τα ρημάδια τα κιλά! Είχε κανονίσει τί ρούχα θα φορέσει, πως θα χτενιστεί, όλα!! Ήθελε να εντυπωσιάσει...
                  Και τώρα ξαφνικά, βρέθηκε να πρέπει να συναντήσει έναν Ιρλανδό, να φορέσει ρούχα που τις διάλεξαν ΑΛΛΟΙ, και να επικοινωνήσει μ’ έναν Νίκο!!!! Άνοιξε την τσάντα που της είχε δώσει η Ρένα.. (Ρένα... ποια ήταν αυτή η γυναίκα? Πως τη βρήκε? Και σε τί νόμιζε πως ήταν μπλεγμένη?). Όντως, μέσα βρήκε κάτι ρούχα, μαύρα (έδειχναν ένα νούμερο μεγαλύτερο απ’ αυτό που φορούσε πια- πφφφ), τα πέταξε στην άκρη με κάποια σιχασιά.
Κάτω από τα ρούχα, κίτρινοι φάκελοι, με χαρτιά κ μέσα στις τσέπες της τσάντας, το πλαστό διαβατήριο που της είπε η Ρένα. Το άνοιξε. Η φωτογραφία της, όπως αυτή στην ταυτότητα της, έμοιαζε σα να αντέκρουε το βλέμμα. Κοίταξε το  όνομα.  Βερόνικα Δεσύλα...

                 Της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης και απελπισίας. Πρέπει να παραστήσω κάποια άλλη? Μα που έχω μπλέξει? Τί είναι όλ αυτά? Ψάχνοντας πιο βαθειά στην τσάντα, πιάνει κάτι σκληρό. Ανοίκειο. Βγάζει το χέρι της. Μόνο που αυτό που το χέρι κρατά, αρχικά δεν αναγνωρίζει τί είναι. Το ξέρει σαν αντικείμενο, το έχει δει άπειρες φορές. Μόνο, όχι από τόσο κοντά. Όχι μέσα στο χέρι της. Ένα όπλο! Το πετάει στην άκρη με τρόμο. Τα χέρια της έτρεμαν. Άναψε ένα τσιγάρο κ άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο. Διχασμένη ανάμεσα στο να ακολουθήσει ό,τι της είπαν να κάνει και στο να βρει τρόπο να ξεφύγει.
                  Μα ποτέ της δεν ήταν ιδιαίτερα θαρραλέα. Και στην προκειμένη, δεν είχε το θάρρος να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ξαφνικά, ακούει ένα τηλέφωνο να χτυπάει. Ξαφνιάζεται. Δεν είναι ο γνώριμος ήχος του δικού της τηλεφώνου. Προσπαθεί να εντοπίσει τον ήχο. Έρχεται μέσα από την πίσω τσέπη της τσάντας που της είπε αυτή η Ρένα (αν είναι το αληθινό της όνομα!). Της είπε ότι έχει ένα κινητό μέσα. Όπου θα έβρισκε αποθηκευμένο το τηλέφωνο αυτού του Νίκου... Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει επίμονα...

                   Η Ρένα άφησε πίσω το δωμάτιο της τρομαγμένης Σούζι. Περπατούσε με αποφασιστικότητα και αποστροφή. Δεν είπε ψέματα στη Σούζι όταν της είπε ότι το μέρος αυτό είναι χειρότερο από τη γειτονιά που μεγάλωσε. Βγάζει το κινητό από την τσέπη της. Πατάει την πρώτη επαφή. Απαντάει η γνώριμη φωνή του. «Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο» λέει εκείνη. «Πολύ πιο εύκολο απ’ όσο νομίζαμε» . «Ναι» απαντάει σε μια ερώτηση που δεν ακούμε «Τώρα θα πάω από κει». Κλείνει το κινητό, λύνει την ξανθιά κοτσίδα της και βάζει τα γυαλιά ηλίου της. Βγαίνει στο δρόμο.

                  Η Σούζι είχε στα χέρια της ότι χρειαζόταν για να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Πλαστό διαβατήριο, πλαστά χαρτιά, όπλο και αρκετά χρήματα. «Η Ρένα με έχει εξοπλίσει με τα πάντα, θα τα καταφέρω» σκέφτηκε.. Αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Είχε δει τη Ρένα μόνο μια φορά στη ζωή της πριν λίγη ώρα και η μόνη εγγύηση που της είχε δώσει ήταν το τηλέφωνο κάποιου Νίκου (Ποιος ήταν αυτός; Πως θα τη βοηθούσε;). Πολλά ερωτήματα περιτριγύριζαν το μυαλό της… Δεν είχε όμως πολύ χρόνο, έπρεπε να πάει στη συνάντηση με τον Ιρλανδό. Έπρεπε να σκέφτεται πως όλα θα πάνε καλά. Και αν δεν πήγαιναν; Για αυτό είχε το όπλο.. Πήρε διστακτικά το κινητό και κάλεσε το Νίκο.

- «Ναι» ακούστηκε μια βροντερή, παγωμένη και τρομακτική φωνή από την άλλη μεριά του ακουστικού

- «Είμαι η Σου…» ψιθύρισε η Σούζι και αμέσως θυμήθηκε ότι έπρεπε να

χρησιμοποιεί το όνομα που έλεγαν τα πλαστά της χαρτιά. Έπρεπε και η ίδια να πιστέψει πως πλέον ήταν μια άλλη γυναίκα. «Είμαι η Βερόνικα» είπε με σταθερή και σίγουρη φωνή, κρύβοντας μέσα της όλο το άγχος και τον τρόμο που είχε…

- «Ξέρεις που πρέπει να με συναντήσεις. Θα είμαι εκεί στις 02:30 ακριβώς. Μίση ώρα πριν τη συνάντηση σου με το στόχο…»

                   Ο Νίκος έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει η Σούζι να απαντήσει. Κοίταξε τρομαγμένη το ρολόι της, έβαλε την περούκα και τα μαύρα ρούχα που της είχε δώσει η Ρένα, πήρε τα πράγματα της και ξεκίνησε για το σημείο συνάντησης.

                  Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στο σημείο συνάντησης. Κοίταξε γύρω της απελπισμένη. Δεν ήξερε ποιος από όλους ήταν αυτός ο Νίκος. Δεν της είχε δοθεί καμία περιγραφή. «Κι αν όλα αυτά  είναι απλά μια παγίδα;», έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται. Όχι, δε μπορούσε να σκεφτεί πως η Ρένα θα προσπαθούσε ποτέ να την εκθέσει. Αυτές οι δύο είχαν ένα κοινό παρελθόν. «Το κάναμε μαζί. Δεν ήταν δικό μου λάθος. Αν δεν τραβούσε τη σκανδάλη όπως την είχα συμβουλεύσει, τώρα τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Θα παίρναμε τα χρήματα και θα εξαφανιζόμασταν. Κάπου που δε θα μας έβρισκε κανείς. Αχ γιατί να είναι τόσο ξεροκέφαλη Θεέ μου;»

                 Μια ανδρική φιγούρα της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας άνδρας με επιβλητικό περπάτημα και σκοτεινό βλέμμα. Τον έβλεπε να κατευθύνεται προς το μέρος της κρατώντας στα χέρια του μια πίπα. «Δεσποινίς, μήπως έχετε φωτιά;» , της είπε με βαριά αλλά γοητευτική φωνή. Αυτό ήταν το συνθηματικό τους. Έπιασε το μπράτσο του και κατευθύνθηκαν δυτικά. Στην άκρη του δρόμου τους περίμενε ένα λευκό βανάκι. Της άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

               Δεν πρόλαβε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο, μια ραγδαία βροχή ξεκίνησε, άστραψε ο ουρανός. Η Σούζι έβγαλε μια κραυγή τρόμου. «Μπόρα είναι, θα περάσει» ακούστηκε η γοητευτική φωνή του. Η καρδιά της σφίχτηκε, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα θα γίνουν όπως ήταν πριν τη δολοφονία. Έκανε καλά που εμπιστεύτηκε αυτόν τον άντρα με το όνομα Νίκο; Το άσπρο βανάκι βγήκε από την πόλη, άρχισε να ανηφορίζει μια βουνοπλαγιά, η βροχή σταμάτησε, το δροσερό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό της. Έφτασαν σε μια πέτρινη βίλα. Ένας μαυροντυμένος άντρας ξεπρόβαλλε, πήρε το μικρό ροζ βαλιτσάκι της και πήγε μέσα. Ο μυστηριώδης άντρας που σε όλη τη διαδρομή δεν είπε ούτε λέξη την πλησίασε και κοιτώντας την στα μάτια της είπε : «Η Ρένα δεν είναι φίλη σου, σε έμπλεξε επίτηδες, σε μισεί.» Η Σούζι ένιωσε τη γη να φεύγει από τα πόδια της…
 

              «Τι εννοείς;» Τον ρώτησε εκείνη, και ένιωθε ότι η καρδιά της θα σπάσει. Ένιωσε να χάνεται, καθώς από το μυαλό της πέρασαν όλα όσα είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα στην ζωή της. Αναρωτήθηκε, μήπως όλα αυτά είναι ένα κακό όνειρο, και σύντομα θα ξυπνήσει. Δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά στην πραγματικότητα . Μέσα σε λίγες μέρες η ζωή της άλλαξε, τόσο που και η ίδια αδυνατούσε να πιστέψει. Μια δολοφονία, ένας άγνωστος οΝίκος, που για κάποιο λόγο που ούτε η ίδια ήξερε...τον εμπιστεύτηκε, της έλεγε ότι η καλύτερη της φίλη η Ρένα, ευθύνεται για όλα αυτά που περνούσε..

«Εκείνη είναι πίσω από όλα αυτά... Εκείνη τον δολοφόνησε... »Της απάντησε. Έπιασε το σακάκι του και από μέσα έβγαλε ένα σκουλαρίκι...

             «Αυτό είναι δικό μου, που το βρήκες;» τον ρώτησε η Σούζι που το αναγνώρισε.«Το φορούσα τελευταία φορά σε μια δεξίωση σ ένα φιλικό σπίτι, μάλλον εκεί θα το έχασα..» συνέχισε όλο απορία, αλλά και αγωνία πως βρέθηκε στα χέρια του.

             «Το ξέρω της απάντησε. Ήμουν και εγώ σ εκείνη την δεξίωση..» την σταμάτησε.«Δεν με θυμάσαι γιατί προφανώς η προσοχή σου ήταν στραμμένη σε κάποιον άλλον εκείνο το βράδυ...Εγώ όμως ήμουν καρφωμένος σχεδόν όλη την νύχτα πάνω σου. Ήσουν πολύ όμορφη, και ήταν λογικό ένας άντρας, να μαγευτεί μαζί σου.»

             «Στα χέρια σου πως βρέθηκε; » Ρώτησε ταραγμένη σαν να μην άκουσε, καθώς την βασάνιζε τη σχέση είχε με όλα αυτά, η φίλη της η Ρένα, που εκείνος κατηγορούσε για τον φόνο.

             «Κάποια στιγμή σου έπεσε το είδα και επίσης είδα την «φίλη σου» την Ρένα να το πιάνει και διακριτικά να το κρύβει στην τσάντα της...αντί να το δώσει σ΄ εσένα» της απάντησε καθώς έβλεπε στο βλέμμα της ζωγραφισμένη την αγωνία της. «Αυτό το σκουλαρίκι βρέθηκε δίπλα στον δολοφονημένο άντρα...από έμενα»

               Η Σούζι ένιωσε να παγώνει σε όλο της το σώμα…

              «Τι? Πως? Εσύ?» απάντησε εκείνη με μια τεράστια απορία στο βλέμμα της (για λίγα λεπτά δεν μπορούσε να μιλήσει, ήταν ακίνητη καθώς είχε μείνει άναυδη από την αποκάλυψη αυτού του άνδρα, του Νίκου) Εκείνος στεκόταν αμείλικτος, την κοιτούσε με ένα περίεργο βλέμμα δικαίωσης, σαν να πήρε το αίμα του πίσω για κάτι, όμως γιατί? 
             «Μα γιατί, γιατί το έκανες αυτό?» αποκρίθηκε η όμορφη Σούζι, «εγώ σε εμπιστεύθηκα περισσότερο από τον καθένα, γιατί μου προκάλεσες τέτοιο κακό, δεν καταλαβαίνω»

               Ο άνδρας την κοίταξε χαμογελώντας με ύφος! Η κοπέλα συνέχισε «Αναρωτιέμαι πως κοιμάσαι τα βράδια που με κατηγορούν άδικα για μια δολοφονία που δεν ευθύνομαι εγώ...Τόσο καιρό υποφέρω και φταις εσύ, δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν μπορώ. Εσύ άφησες το δαχτυλίδι μου δίπλα στον δολοφονημένο άνδρα, για να με ενοχοποιήσουν. Γιατί όλα αυτά, δεν καταλαβαίνω...αλλά όχι τι ανόητη που είμαι, τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω, εσύ δολοφόνησες εκείνο τον άνδρα, ναι εσύ! «Κι όμως δεν το έκανα εγώ, αλλά γνωρίζω πολύ καλά ποιος το έκανε.....μμμμ....εσύ, όλα τα στοιχεία αυτό δείχνουν...λυπάμαι!»

                 «Τι λες? τι λες ?μου έστησες παγίδα...κοντεύω να τρελαθώ..Θεέ μου μακάρι να μην παρευρισκόμουν ποτέ σε εκείνη την καταραμένη δεξίωση, τώρα τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί» σκέφτηκε η Σούζι! Πες μου γιατί μου το έκανες αυτό, κοίταξέ με στα μάτια και πες μου, γιατί επέλεξες να ενοχοποιήσεις έμενα για την δολοφονία αυτού του άνδρα, γιατί όχι κάποιον άλλο? Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι το βράδυ εκείνο της δεξίωσης.»

«Θα σου πω, θα στα πω όλα. Θέλω καταρχήν να ξέρεις ότι χαίρομαι πολύ, που τώρα εσύ υποφέρεις, που πονάς, που κλαις. Αυτό ήθελα, να σε δω να καταστρέφεσαι!»
                   Εκείνη τον κοιτούσε με φόβο και συνάμα άγνοια, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας σχεδόν άγνωστος άνδρας, να θέλει τόσο το κακό της. (Μήπως τελικά ο Νίκος δεν της ήταν και τόσο άγνωστος?) «Εσύ αυτή τη στιγμή δεν με γνωρίζεις, είπε ο Νίκος, όμως με ξέρεις, δεν σου είμαι και τόσο άγνωστος...Εμείς οι δύο κάποτε αγαπηθήκαμε πολύ, απλώς δεν με θυμάσαι!»

 

                  Και ήταν αλήθεια...

                 Το παρελθόν της Σούζι διαγράφηκε 5 χρόνια πριν σ' ένα ψυχρό δωμάτιο σε μία κλινική κάπου στην Τρανσυλβάνια. Η οικογένεια της δεν άντεχε να τη βλέπει να μαραζώνει μετά τον χωρισμό της από το Νίκο και έτσι πήραν την απόφαση να "καθαρίσουν" το μυαλό της. Όταν συνήλθε της είπαν πως είχε ένα τροχαίο και της παρουσίασαν τη μέχρι τότε ζωή της όπως ήθελαν, όλη ως είχε χωρίς το Νίκο.

                  Με το Νίκο ήταν μαζί 7 χρόνια και μάλιστα το καλοκαίρι του '95 σκόπευαν να "κλεφτούν" και να παντρευτούν στην Ικαρία μαζί με 2-3 φίλους τους. Οι οικογένειες τους όμως το έμαθαν και δεν ήθελαν με τίποτα μα επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως ήθελαν να τους χωρίσουν το συντομότερο δυνατό...και τα κατάφεραν.

                 "Έστησαν" ένα ραντεβού για τη Σούζι και το Νίκο σ' ένα πολυτελές ξενοδοχείο με θέα την Ακρόπολη αλλά αντί για το Νίκο εμφανίστηκε ο δίδυμος αδερφός του, ο Ιάκωβος που ζούσε στον Καναδά τα τελευταία χρόνια και η Σούζι δεν είχε συναντήσει ποτέ. Η ομοιότητα εμφανής τόσο που δεν τους ξεχώριζε κανείς. Έτσι έφαγαν, ήπιαν και μεθυσμένοι βρέθηκαν να κάνουν έρωτα στο πάτωμα του δωματίου. Εκείνη την ώρα έφτασε και ο Νίκος που του είχαν κανονίσει το ραντεβού 1 ώρα αργότερα. Ακριβώς για να δει αυτή τη σκηνή. Τη σκηνή που τον σημάδεψε για 1 ζωή και τον στοιχειώνει ακόμα.....
 

                 Και πόσες άλλες φορές είχαν προσπαθήσει οι οικογένειες τους να τους χωρίσουν.. αμέτρητες. Είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Μέχρι που τα κατάφεραν με τον Ιάκωβο φυσικά. Και αν κάτσει να σκεφτεί κάποιος την κατάσταση, μα πως μπόρεσε ένας αδερφός να κάνει τόσο κακό στον άλλον; Το “μίσος” του Ιάκωβου για τον Νίκο, ήταν πάντα φανερό. Ποτέ κανείς δεν ήξερε γιατί αλλά η οικογένεια του Νίκου, το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον..

                  Μα όλα αυτά δεν ήταν καν παρελθόν για την ανυποψίαστη Σούζι. Χάρη στην οικογένεια της, δε θυμόταν κανέναν. Έτσι ανέμελη συνέχισε τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια της στο mall. Της άρεσαν πάντα τα Χριστούγεννα. Και σε ποιον δεν αρέσουν; τραγούδια, φωτάκια, γλυκά.. παιδάκια να τρέχουν να γνωρίσουν τον Αϊ Βασίλη! Συνέχισε πηγαίνοντας τώρα στο τελευταίο μαγαζί της ημέρας της, όταν ένας άντρας έπεσε τρέχοντας πάνω της, βιαζόταν λογικά, αλλά την ταρακούνησε τόσο που της έπεσε μια σακούλα από τα χέρια. Ο άντρας ζήτησε αμέσως συγνώμη. Η Σούζι χαμογέλασε αχνά λέγοντας “δεν πειράζει, θα τα μαζέψω εγώ” , όσο ο άντρας είχε σκύψει να τη βοηθήσει με τα πράγματα της. Έτσι λοιπόν εκείνος έφυγε πάλι βιαστικά και εκείνη συνέχισε να τα μαζεύει. Όμως κάτι περίεργο συνέβη, πριν καν τελειώσει.. στα πόδια της, μαζί με τα σκόρπια πράγματα της, υπήρχε μια αναποδογυρισμένη φωτογραφία. Περίεργη για το πως βρέθηκε εκεί, τη γυρίζει και αμέσως νιώθει σα να πέφτει μέσα στο απόλυτο κενό.. Ήταν η ίδια στη φωτογραφία. Άλλα όχι μόνη.. με έναν άντρα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, ή έτσι νόμιζε αυτή, αγκαλιασμένοι και χαμογελαστοί. Αναγνώριζε τον εαυτό της, ήταν αρκετά χρόνια πιο μικρή αλλά αυτός.. Ποιός ήταν; Και σε ποιό μέρος ήταν εκεί; Δε θυμόταν τίποτα από όλα αυτά.. Δεν καταλάβαινε. Πως γίνεται να υπάρχει μια φωτογραφία με αυτήν και κάποιον που δε γνωρίζει; Ταραγμένη, άρχισε τρεμάμενη να κοιτάζει δεξιά και αριστερά, να βρει ένα χέρι βοήθειας..

 

                     Ξεκίνησε λοιπόν να βρει τον άντρα εκείνον που έπεσε πάνω της ..Τον είδε στο πλήθος να κατευθύνεται προς την έξοδο και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του… όταν άρχισε να πλησιάζει αφού είχαν βγει πια από το mall κατάλαβε ότι ήταν πίσω του και έτσι προχώρησε πιο γρήγορα, άφησε ένα γράμμα πάνω στο πεζούλι και μετά χάθηκε. Η Σούζι πήρε το γράμμα στα χέρια της, έγραφε το όνομα της απ’ έξω… Σάστισε..έκατσε στο πεζούλι να πάρει μια ανάσα..Τι άλλο σκέφτηκε θα μπορούσε να της συμβεί? Άνοιξε το γράμμα και ξεκίνησε να το διαβάζει και να δακρύζει, δεν πίστευε σε αυτά που διάβαζε.. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σταμάτησε να διαβάζει το γράμμα κάπου στη μέση , πήρε τα πράγματα της και ξεκίνησε για το σπίτι..Σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να το διαβάσει μόνη της στο σπίτι..

.Vicky88.
.Lady_El. 
. Maya .
   .Grace .  
  . Angelica .  
. Zeta .
. Malena .
   .Charlotte .   
. Liena Poimenidou .
   .Nicol .   
. Veronica 1.
  . Jessica Rabbit .  
. Emma .
. Natalaki 29 .

                     Η Σούζι μπήκε στο σπίτι και κάθισε στην αναπαυτική της πολυθρόνα, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε το γράμμα. Το διάβασε 2-3 φορές προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αυτά που είχε διαβάσει ώσπου ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ασυνείδητα, ήταν η δικηγόρος της η κ. Γαϊδαροπούλου. Έκλεισαν ένα ραντεβού για την επόμενη μέρα και έπρεπε να έχει και το γράμμα μαζί της. Μα πως ήξερε η κ. Γαϊδαροπούλου για το γράμμα. Τι ξέρουν όλοι και εγώ δεν ξέρω; μήπως παίζεται κάποιο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου;

 

                    Όλη νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Η Σούζι σκεφτόταν το γράμμα ξανά και ξανά. Το παλιό, καλής ποιότητας, μα ξεθωριασμένο χαρτί, τα όμορφα καλλιγραφικά γράμματα. Κι αυτά που έγραφε. Τον αποστολέα! Αλλά όχι, δεν θα καθόταν άλλο να παιδεύεται μ αυτό. Το ραντεβού ήταν σε μια ώρα και δεν έπρεπε να αργήσει.

                    Πήρε ένα ταξί και κατηφόρισε προς το Κολωνάκι. Σε λίγη ώρα ήταν εκεί. Το γραφείο της δικηγόρου κας. Γαϊδουροπούλου στεγαζόταν σε ένα παλιό διώροφο αρχοντικό. Όταν έφτασε είδε κόσμο μαζεμένο, περιπολικά και μια κίτρινη κορδέλα να περικλείει ολόκληρο το τετράγωνο. Κατέβηκε από το ταξί και πλησίασε μουδιασμένα. "Τι συνέβη", ρώτησε. "Κάποιος σκοτώθηκε", της απάντησαν. "Ποιός", είπε η Σούζι σχεδόν ξεψυχισμένα.
"Μια δικηγόρος που δούλευε εδώ", της αποκρίθηκαν. "Όχι, όχι", φώναξε ξανά και ξανά, σχεδόν σαν προσευχή. Να ήταν άραγε η επόμενη?

 

                   Αγωνία …. Διλήμματα…. Ερωτηματικά….. Απορίες….

                   Η Σούζι ένιωθε το κεφάλι της να καίγεται. Τι έπρεπε να κάνει  τώρα; Ποιες είναι οι εναλλακτικές της; Πως θα μάθαινε την αλήθεια; Πως θα αποδιδόταν δικαιοσύνη; Πάνω απ’ όλα  πως θα έβρισκε την άκρη στο μίτο της Αριάδνης για να απεμπλακεί από αυτή την περίεργη ιστορία και να καθαρίσει το όνομά της!;!;

                   Έπρεπε να βρει τρόπο να μάθει ότι περισσότερο μπορούσε για τη νεκρή πλέον δικηγόρο. Γιατί την ήθελε εσπευσμένα, τι ήθελε να της πει; Συνδεόταν άραγε με το παλιό γράμμα που τόσο την είχε αναστατώσει;

Τώρα πλέον κινδύνευε και από την αστυνομία αφού την ώρα της δολοφονίας της δικηγόρου είχε ραντεβού μαζί της. Σίγουρα η αστυνομία το γνώριζε ήδη.

Αν δεν εμφανιζόταν θα επιβάρυνε τη θέση της, αν όμως εμφανιζόταν θα έκανε τον εαυτό της εύκολο στόχο για το δολοφόνο!

Τι έπρεπε να κάνει τώρα;…. Ποιον να εμπιστευτεί;….

 

                    Η Σούζη πήγε στην παραλία για να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Ο ήχος από τα κύματα και το απαλό αεράκι την χαλάρωνε. Μια φωνή μέσα της της έλεγε να πάει να βρει εκείνον.....Να πάει να τον βρει και να του τα πει όλα......Όχι όχι όχι δεν μπορούσε και μόνο στην ιδέα ότι θα την μισούσε την τρέλαινε. Δεν θα το άντεχε αυτό να δει αυτό το βλέμμα από εκείνον. Όχι όχι....... Έδιωξε αμέσως αυτές τις απαίσιες σκέψεις. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε.....Θα πήγαινε εκεί που ξεκίνησαν όλα στο ΣΚΑΦΟΣ εκεί που άρχισαν όλα με την Σούζη την δικηγόρο και την κοκκινομάλλα. Έπρεπε να φτάσει εκείνη πρώτη στο σκάφος, δεν θα αργούσαν πολύ να το ανακαλύψουν. Έφτασε στο σκάφος και έψαχνε έπρεπε να το βρει πριν πέσει στα χέρια κάποιου άλλου. Καθώς έψαχνε άκουσε πίσω της ένα θόρυβο, γύρισε το κεφάλι της και.......

 

                    Ο εγκέφαλος της πήρε γρήγορες στοφές. Έπρεπε να κρυφτεί. Αν την έβρισκαν εκεί μέσα θα έμπλεκε άσχημα!! 'Επρεπε να βρει την άκρη του νήματος και τις αποδείξεις που χρειαζόταν για την αθωότητα της, χωρίς να μπλέξει περισσότερο.

                    Η πόρτα του σκάφους άνοιξε. Βήματα ακούστηκαν στο πάτωμα. Ανήσυχα βήματα, έντονα. Πρόδιδαν την αγωνία και την αναζήτηση του κατόχου τους. Ξαφνικά σταμάτησαν. Η Σούζη δεν μπορούσε να δει ποιος ήταν, αλλά φοβόταν. Έτρεμε στην σκέψη ότι θα ανοίξει η πόρτα της ντουλάπας που είχε μπει μέσα και θα την τσακώσουν επ' αυτοφώρω.

Με ένα έντονο τρίξιμο, η πόρτα άνοιξε. Είχε κλείσει τα μάτια της. Έτσι έκανε από μικρή όταν έπαιζε κρυφτό και κρυβόταν στην ντουλάπα. Έκλεινε τα μάτια της πιστεύοντας πως ακόμα και όταν άνοιγαν την ντουλάπα δεν θα την έβλεπαν. Πόσο αθώα σκεφτόταν τότε..

                   Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα αλλά δεν ένιωσε κανένα χέρι να την τραβάει ατσούμπαλα έξω από την κρυψώνα της. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να την κοιτάζει.

“Τι κάνεις εδώ;” σκέφτηκε να ρωτήσει, αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει ένα χέρι απλώθηκε προς το πρόσωπό της και το χάιδεψε.

- Εσύ?

- Εγώ. Είμαι εδώ για σένα. Μη φοβάσαι. Είσαι ασφαλής τώρα. Μαζί μου.

- Δεν θα είμαι ποτέ ασφαλής μέχρι ............ σταμάτησε απότομα. Πρέπει να σου εξηγήσω.

- Σσσσσς είσαι μαζί μου τώρα. Ξέχνα τα όλα και χαλάρωσε. Δεν θα σε χάσω ξανά. της είπε και την τράβηξε κοντά του. Της έβγαλε τα μαλλιά μπροστά από το πρόσωπό της. Έσκυψε και άρχισε να την φιλάει.

                Προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια του αλλά μάταια. Δεν την άφηνε. Την κράτησε πιο σφιχτά και της ψιθύρισε πως σήμερα θα γινόταν δική του. Την φίλησε στο λαιμό και εκείνη ανατρίχιασε  ολόκληρη. Έπρεπε να το σταματήσει όλο αυτό αλλά δεν μπορούσε.

                Ένιωσε τις αντιστάσεις της να χαλαρώνουν. Τελικά παραδόθηκε στην στιγμή. Άφησε τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους και τα κορμιά τους να ενωθούν. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι του σκάφους και αμέσως έγιναν ένα.

- Πως ήξερες πως ήμουν εδώ? τον ρώτησε καθώς ντυνόταν.

- Σε ακολούθησα.

- Πρέπει να σου μιλήσω. Έχω μπλέξει άσχημα. Δηλαδή όχι ακόμα αλλά είναι θέμα χρόνου να κατηγορηθώ για διάφορα πράγματα.

- Να φανταστώ ένα από αυτά είναι και η διάρρηξη αυτού του σκάφους? Γιατί απ' όσο θυμάμαι, δεν είχες σκάφος....

- Δεν καταλαβαίνεις.. έπρεπε να έρθω στο σκάφος. Πρέπει να βρω αποδείξεις. Άσε με να σου εξηγήσω

- Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτα. Ξέρω περισσότερα απ' όσα νομίζεις.

                Ένα σαστισμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Σούζης. Τι ήξερε ακριβώς? Πως γίνετε να ήξερε κάτι απ' ότι συνέβη ανάμεσα σε αυτήν, την δικηγόρο και την κοκκινομάλλα. Μήπως ήξερε και για το γράμμα? Μήπως τελικά κρυβόταν αυτός πίσω από τον αποστολέα. Πως θα το μάθαινε όμως?

Έπρεπε να τον διώξει από εκεί. Δεν μπορούσε να ρισκάρει την ελευθερία της. Γιατί ήταν αθώα. Είχε πέσει θύμα μιας πλεκτάνης εναντίον της. Κάποιος την είχε μπλέξει σε μια καλοστημένη παγίδα.

Ψυχραιμία. Αυτή τη λέξη έπρεπε να κάνει πράξη. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήξερε αυτός, και δεν μπορούσε να μιλήσει και η ίδια. Δεν θα έσκαβε μόνη της τον λάκκο της. Σίγουρα όμως δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εκεί, αλλά ούτε και να ψάξει για τις αποδείξεις με αυτόν μαζί της στον ίδιο χώρο.

- Πάμε να φύγουμε από εδώ. του είπε

- Πάμε. Μην βρεις τον μπελά σου. της αποκρίθηκε κλείνοντας της το μάτι.

Μήπως τελικά μπλόφαρε?  Αποκλείεται να είχε πέσει τόσο έξω μαζί του. Δεν γίνεται. Ένας τρόπος υπήρχε μόνο για να μάθει τι γινόταν πραγματικά. Ή μάλλον, ένας μόνο άνθρωπος θα μπορούσε να την βοηθήσει να καταλάβει. Η κοκκινομάλλα. ....Αλλά πως θα την έβρισκε??

. Androniki-Maria .
. Bella 17 .
. Lydia1 .
. Afrodith .
. Efip. .

                  Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε ένα ποτό για να χαλαρώσει. Αν και είχε φύγει εδώ και αρκετή ώρα από το σκάφος η υπερένταση της δεν σταμάτησε. Τώρα σκέφτηκε, τώρα που ήταν πλέον στην ασφάλεια του σπιτιού της είχε την ευκαιρία να μελετήσει καλύτερα την επομένη κίνηση της. Έπρεπε να φτάσει με οποιοδήποτε κόστος στην αλήθεια να αποδείξει την αθωότητα της ... Όμως πλέον είχε ακόμη ένα κίνητρο ...τώρα πια ήθελε να βρει τον ένοχο ...Τον άνθρωπο που κρυβόταν πίσω από όλα αυτά και το κέρδος που έχει βγάζοντας τη ένοχη. Τότε ξαφνικά αποφάσισε ...ίσως ήταν πια ο μόνος τρόπος να αρχίσει το κουβάρι να ξεδιπλώνεται...άρπαξε αμέσως το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό...μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η φωνή ακούστηκε από την άλλη γραμμή..

-Ήξερα πως θα έπαιρνες.

-Πρέπει να βρεθούμε του απάντησε χωρίς να χάσει χρόνο.

                 Ο αέρας χτυπούσε με δύναμη το πρόσωπο της και το κρύο ανατρίχιαζε το σώμα της. Η θάλασσα της άρεσε πάντα όμως εκείνη τη νύχτα κάτι την τρόμαζε. Όσο πλησίαζε στο παλιό ναυάγιο που είχε οριστεί το σημείο συνάντησης τους η καρδιά της κόντευε να σπάσει..

-Νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν της είπε.

-Χρειάζομαι την βοήθεια σου του αποκρίθηκε...Πρέπει να βρω το τηλέφωνο του Μάνου ...είναι ανάγκη να με βοηθήσει στο να βρω τον κάτοχο ενός αυτοκινήτου.

-Φαίνεσαι πολύ αναστατωμένη απάντησε δίνοντας της το χαρτί με τον αριθμό τηλεφώνου που του ζήτησε.

 

-Είναι πολλά που πρέπει να μάθεις, αργά η γρήγορα θα αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια του απάντησε εκείνη, με μια ταραχή στον τόνο της φωνής της και το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Άρπαξε το χαρτί με το τηλέφωνο και απομακρύνθηκε βιαστικά.

- Να προσέχεις! Της φώναξε.

                  Είχε ήδη φτάσει στην πόρτα του αυτοκίνητου της όταν γύρισε και τον κοίταξε.  Ήθελε τόσο πολύ να τρέξει στην αγκαλιά του και να τον ευχαριστήσει, όμως δεν το έκανε ,για άλλη μια φορά κάτι την σταμάτησε. Στον δρόμο δεν είχε καθόλου κίνηση. Ο αέρας είχε αρχίσει να δυναμώνει και ο καιρός να χαλάει...Οδηγούσε αρκετά λεπτά μέσα στην απόλυτη ησυχία, εγκλωβισμένη στις σκέψεις τις προσπαθώντας να πάρει την πιο λογική απόφαση και τότε ξαφνικά ακούει ήχο μηνύματος στο κινητό. Αποστολέας άγνωστος. Μήνυμα ηχητικό και οι χτύποι της καρδιάς πιο δυνατοί από κάθε άλλη φορά. Σταματάει στην άκρη του δρόμου μέσα στον δάσος, ήταν ολομόναχη μα δεν αισθάνθηκε φόβο, αλλά περιέργεια, έντονη περιέργεια να ακούσει: Δυο βαριές ανάσες και μια βαθειά αλλοιωμένη φωνή:

 -’Μπορώ να σε βοηθήσω, αρκεί να κάνεις όσα σου πω’.

 

“...Μην προσπαθήσεις να εντοπίσεις την προέλευση του μηνύματος, η κάρτα και το κινητό θα έχουν ήδη καταστραφεί όταν πλέον ακούς αυτά τα λόγια”.

 -“Πώς είναι δυνατόν!”, σκέφτηκε παγωμένη. Ποιοι γνώριζαν το παρελθόν της, είχε κάνει τα πάντα για να μείνει κρυφό… Προσπαθώντας να συγκεντρώσει το ταραγμένο της μυαλό, έτριψε τις ιδρωμένες παλάμες στο φθαρμένο τιμόνι και έστρεψε τη ματιά της στην κολλημένη ξεθωριασμένη φωτογραφία στο ταμπλό. Μια παρατημένη αυλή γεμάτη αγριόχορτα, ένα χαμόσπιτο στο έλεος της φύσης και πιο πίσω… Εκεί πίσω είχε ζήσει τόσα πολλά, όσα εκείνοι οι αυτοαποκαλούμενοι σκληραγωγημένοι θα θεωρούσαν μαθήματα χειραγωγούμενης αυτοκτονίας…

 -“Φέρε το κουτί από τα αγριόχορτα, ξέρεις ακριβώς σε τι αναφέρομαι”, συνέχισε η απόμακρη εχθρική φωνή στο ακουστικό.

                  Νιώθοντας ένα δυνατό σούβλισμα να της διαπερνά το κρανίο, άνοιξε σπασμωδικά την πόρτα του οδηγού, έσκυψε και έκανε εμετό τη χολή της. Επέστρεψε στο κάθισμα τρέμοντας ολόκληρη. Τεντώνοντας το χέρι, έβγαλε από την τσάντα της δυο αντιόξινα κι ένα παυσίπονο και τα κατάπιε με δυο γουλιές νερό.  “Αυτό ήταν, δεν υπάρχει γυρισμός...”, συλλογίστηκε παραιτημένα, ενώ ταυτόχρονα έβγαζε την κάρτα του κινητού της, την έκαψε με τον αναπτήρα και πέταξε τη συσκευή στη συστάδα των μοναχικών δέντρων δεξιά της. Ύστερα, τράβηξε την περούκα από το κεφάλι της που αποκάλυψε τις ασημένιες φαρδιές τούφες των μαλλιών. Ατσαλώνοντας την αποφασιστικότητά της, άρχισε να καταστρώνει τις επόμενες κινήσεις. Κανέναν δεν μπορούσε πλέον να εμπιστευτεί, το κρησφύγετο ίσως είχε εντοπιστεί και μάλλον κινδύνευαν και οι τελευταίοι δικοί της άνθρωποι.

 

                    Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, στροβιλίζονταν μέσα στο μυαλό της σαν φύλλα στο έλεος του φθινοπωρινού αγέρα. Ο κόμπος στο στομάχι της, έσφιγγε όλο και περισσότερο, καθώς έβρισκε τον εαυτό της μπροστά σε ένα τρομακτικό δίλημμα. Να συνεχίσει να κρατάει τα αγαπημένα της πρόσωπα στο σκοτάδι και να ενδώσει στις εντολές της άγνωστης φωνής, διακινδυνεύοντας έτσι την ασφάλειά τους, ή, να αποκαλύψει τα πάντα και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.

                    Βυθισμένη στις σκέψεις της, και έχοντας πάρει την απόφασή της, έβγαλε τα κλειδιά της αμήχανα από την τσάντα της, και λίγο πριν προλάβει να ανοίξει, πάγωσε. Από την άλλη πλευρά της πόρτας, μια γνώριμη φωνή, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα. Γιατί η φωνή από το άγνωστο τηλέφωνο, βρισκόταν στο ίδιο της το σπίτι; Μήπως, τελικά, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν;

                Η Σούζι κοκάλωσε. Ένιωσε τον κρύο ιδρώτα της να κυλάει στο πρόσωπό της. ‘’Γιατί ήρθε? Ποιός είναι? Γιατί επέλεξε εμένα γι’ αυτήν την σταυροφορία?’’, σκέφτηκε καθώς το χέρι της έτρεμε την ώρα που πήγαινε να ανοίξει την πόρτα. Μια φωνή μέσα της έλεγε ότι δεν είναι πολύ αργά για να σηκώσει το τηλέφωνο και να καλέσει την αστυνομία. ‘’Έτσι θα τελειώσουν όλα κα θα βρω την ησυχία μου.’’, είπε από μέσα της. Μα όχι. Δεν μπορούσε να το κάνει. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια, διαφορετικά δεν θα ησύχαζε ποτέ. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε απομείνει και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισε όμως δεν μπορούσε να το πιστέψει. ‘’Όχι! Αποκλείεται. Δεν είναι δυνατόν.’’, είπε προσπαθώντας να  συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν κάποιο τρελό όνειρο, ‘’Τζον…’’.

                 Τζον Μάθιους. Αυτό ήταν το όνομα της άγνωστης φωνής που την έπαιρνε τηλέφωνο. Που της ζητούσε να διακινδυνέψει τις ζωές των αγαπημένων της. Η Σούζι τον ήξερε. Ω ναι, τον ήξερε πολύ καλά. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδε στο νεκροταφείο του Σιάτλ. Στην κηδεία του.

 

                «Τζον δεν το πιστεύω ότι είσαι συ… Ότι είσαι ζωντανός…!!! Απλά δεν μπορώ να τα πιστέψω, ήμουν στην κηδεία σου πριν 10 χρόνια.!» Η Σούζι ήταν συγχυσμένη, έκλαιγε, παραληρούσε προσπαθώντας να βγάλει μία άκρη από τα γεγονότα που σχεδόν άλλαξαν όλη την πορεία της ζωής της.

                «Σούζι πάμε να καθίσουμε», της είπε πιάνοντας την από το χέρι , τραβώντας την απαλά αλλά και στηρίζοντάς την για να μην πέσει. «Σούζι ηρέμησε, θα σου τα εξηγήσω όλα , έχω πολλά να σου πω.» Την βοήθησε να κάτσει στην πολυθρόνα και της έβαλε ένα ποτό. «Πιες, θα σε βοηθήσει».  Έβαλε κι ένα δικό του ποτό. Η Σούζι πίνει μια γουλιά αλλά το βλέμμα της συνεχίζει να είναι απλανές και η ίδια χαμένη στις βασανιστικές της σκέψεις. Ο Τζόν την κοιτούσε και σκεφτόταν πώς να αρχίσει. Μετά από 5΄ σιγής και αφού διαπίστωσε ότι η Σούζι είχε φαινομενικά ηρεμήσει, πήγε κοντά της και της χάιδεψε το χέρι. Εκείνη τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα ερωτηματικά.

                 «Τζον σε θεωρούσα για νεκρό όλα αυτά τα χρόνια… Γιατί;;; Γιατί όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου ;;; Γιατί να παιχτεί ένα τόσο άσχημο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου;;;»

«Ήταν θέμα ζωής και θανάτου, έπρεπε να εξαφανιστώ.»

 «Και από μένα να εξαφανιστείς;; Νόμιζα ότι ήμουν σημαντική για σένα!!!»

«Ήσουν και είσαι σημαντική για μένα Σούζι, άλλοι όμως αποφάσιζαν για μένα, δεν είχα άλλη επιλογή. Άκου με προσεκτικά όμως ,τώρα ήρθα να σε ειδοποιήσω για κάτι… κινδυνεύεις και εσύ και η οικογένεια σου.»

«Από ποιον κινδυνεύουμε;; Μίλα Τζον!»

«Αχ Σούζι τόσο καιρό σου τηλεφωνούσα κρυφά και έκρυβα την ταυτότητα μου για να μην σε θέσω σε περεταίρω κίνδυνο, έπρεπε να σε προστατέψω γλυκιά μου… μου έχεις εμπιστοσύνη;;»

«Σε εμπιστεύομαι Τζον …απλά πες μου τι έχει γίνει..»

. Eua22 .
. Senia .
. Neiman .
. Maria Sid .
. Monajc .
. Evaggelia .

                 Ο Τζον πετάρισε τα βλέφαρα και ανάσανε βαριά. Είχε έρθει η ώρα. Μετά από τόσα χρόνια έβλεπε  τη γλυκιά του Σούζι. Το κοριτσάκι του, όπως συνήθιζε να τη λέει. Την ξανακοίταξε και είδε ξαφνικά μπροστά του μία άλλη Σούζι. Μια ώριμη γυναίκα πλέον. Πώς άφησε τα χρόνια έτσι να περάσουν; Ξάφνου αναρωτήθηκε αν οι αποφάσεις της ζωής του ήταν σωστές. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του τα πέρασε τρέχοντας μακριά από τις υποχρεώσεις....Προσπαθώντας να ξεφύγει από μία νοσηρή κατάσταση, που πλέον είχε χάσει κάθε έλεγχο... Ήταν πολύ νευρικός, το ένιωθε...Είχε αρχίσει να ιδρώνει επικίνδυνα....Ξαναπετάρισε τα βλέφαρα....

                 «Με κυνηγούσαν να με σκοτώσουν» , κατόρθωσε να ψελλίσει απαλά και την κοίταξε με τρόμο. Προσπάθησε με κόπο να συνεχίσει....

" Με απείλησαν πώς θα καταστρέψουν κάθε άνθρωπο που βρισκόταν δίπλα μου, Σούζι...κάθε άνθρωπο το καταλαβαίνεις;;;» , την ρώτησε με μάτια συγκινημένα...

                «Εκείνοι οι τύποι δεν αστειεύονταν. Έπρεπε να εξαφανιστώ, έπρεπε να φανεί σαν ατύχημα...Ο θάνατός μου....Έπρεπε να γίνει....Δεν άντεχα να σε χάσω Σούζι....δεν άντεχα στη σκέψη πως αυτοί οι άνθρωποι θα κατέστρεφαν ό,τι ήταν σημαντικό για μένα....Σούζι...εγώ....» , σταμάτησε ξέπνοος και την κοίταξε διερευνητικά...

                Η Σούζι παρατήρησε τα μεγάλα φωτεινά πράσινα μάτια του, που την κοίταζαν με τρόμο και απορία....δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που μόλις είχε ακούσει....είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να ξεχάσει αυτό τον άνθρωπο...πέρασε τόσο δύσκολα μέχρι να αποδεχτεί ότι είχε χάσει τον άνθρωπο της ζωής της...ύστερα από την παρότρυνση του περίγυρού της, προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή της...Και τελικά πριν τρία χρόνια τα κατάφερε...και τώρα τον έβλεπε ξανά μπροστά της , σαν φάντασμα του παρελθόντος...δεν μπορούσε να το πιστέψει... είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της, για να προστατέψει την ίδια....μα πώς μπορεί να το σκέφτηκε αυτό;;; Γιατί δεν την συμπεριέλαβε σε αυτή του την απόφαση;; Γιατί δεν της είπε τίποτα νωρίτερα;;; Γιατί την άφησε να βασανίζεται όλα αυτά τα χρόνια;;; Γιατί;; Γιατί;; Τα τόσα γιατί που πλημμύρισαν τις σκέψεις της, της προκάλεσαν έναν οξύ πονοκέφαλο....Τον ξανακοίταξε πιο στοργικά αυτή τη φορά....

 

            ....Ήθελε τόσα πολλά να του πει ,δεν ήξερε από που να αρχίσει. Προτίμησε να παραμείνει σιωπηλή και έτσι μέσα στην σιωπή που επικρατούσε αυθόρμητα τον αγκάλιασε σφιχτά."Ξέρεις Τζον...πάντα σε σκεφτόμουν. Απλά ήθελα να ήσουν καλά..''

                Ο Τζον την κοίταξε στα μάτια ,εκείνα τα μάτια που θα έκανε τα πάντα για να είναι ευτυχισμένα και της είπε. ''Ξέρω ότι αυτό που θα πω είναι δύσκολο ίσως και σχεδόν αδύνατον, θα σου φανεί πολύ απότομο και με το δίκιο σου Σούζι..Θέλω να σου προτείνω κάτι....Θέλω να ξαναείμαστε όπως πρώτα, όλα τώρα έχουν φτιάξει δεν θα το επιτρέψω να σε ξανά χάσω....άφησα να περάσουν πολλά χρόνια δίχως να είμαι παρόν μαζί σου και γι’ αυτό φταίω μονάχα εγώ..Τώρα είμαι εδώ να επανορθώσω ,θέλω να το σκεφτείς πολύ καλά και ,μόνο όταν θα είσαι σίγουρη να μου απαντήσεις. Εντάξει κοριτσάκι μου;

 

               Τα λόγια του Τζον ήταν βάλσαμο στην καρδιά της Σούζη, ήθελε τόσο πολύ να πέσει στην αγκαλιά του και να τα ξεχάσει όλα και επιτέλους να ήταν ευτυχισμένη όμως έπρεπε να το σκεφτεί καλά πριν του απάντηση...

«Τζον.... του είπε... Θέλω τόσο πολύ να είμαστε μαζί και να ξεχάσουμε τα πάντα όμως δεν μπορώ...» Τότε ο Τζον την πήρε αγκαλιά.... την κοίταξε τρυφερά στα μάτια και τις είπε: «Κοριτσάκι μου είσαι τα πάντα για μένα... είσαι η ζωή μου, η ανάσα μου, ο μόνος λόγος που ζω και αναπνέω μην μας το κάνεις αυτό. Πάρε όσο χρόνο θες μόνο μην μου πεις αντίο... μην μας το κάνεις αυτό....» «Εντάξει Τζον...» είπε η Σουζη (που ήταν έτοιμη να συγχωρέσει τα πάντα) «Θα πάρω τον χρόνο μου και όταν νοιώσω έτοιμη θα σου τηλεφωνήσω.....»

 

                O Tζον κοίταξε με πίκρα την Σούζη στα μάτια ακούμπησε το δαχτυλίδι αρραβώνων και την ανθοδέσμη μπροστά της πήρε μια βαθιά ανάσα και της είπε: «Σούζη θέλω να με πιστέψεις ότι πραγματικά το μετάνιωσα που σε άφησα εκείνο το καλοκαίρι για την Αθηνά, συνειδητοποίησα το λάθος μου και ξέρω πόσο καλή κοπέλα είσαι». Οπότε και η Σούζη χωρίς να το ξανασκεφτεί δέχτηκε τη πρόταση γάμου του Τζόν και το θεώρησε ως σημάδι ότι διάλεξε να της την κάνει την Πρωτοχρονιά. Μετά το νέο έτος η Σούζη άρχισε να κάνει όνειρα για το γάμο της με το Τζον. Από μικρό κορίτσι ήθελε να την παντρέψει ο πατέρας της ο καθολικός παπάς της ενορίας και επιτέλους ένα ένα τα όνειρά της γινόταν πραγματικότητα. Οι φίλες της επειδή γνώριζαν πόσο άβουλη είναι την είχαν συμβουλέψει να μην ξαναγυρίσει στο Τζον αλλά η Σουζη πια είχε χαθεί στις αυταπάτες της και στα ψέματα του Τζον.

              Τους πρώτους μήνες η Σούζη και ο Τζον ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι όλα κυλούσαν υπέροχα στη ζωή τους και αποφάσισαν σύντομα να συγκατοικήσουν στο μικρό ισόγειο studio της Σούζη. Αλλά ξαφνικά μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη(λίγους μήνες πριν την επέτειο του αρραβώνα τους) ο Τζόν ξέσπασε. « Σούζη δεν αντέχω άλλο, οι γονείς σου με πιέζουν για το καθολικό γάμο μας και πιστεύω και εσύ δεν είσαι έτοιμη για το επόμενο βήμα.» Η Σούζη με δάκρυα στα μάτια τον ρώτησε τι εννοεί. Τότε ο Τζόν θύμωσε με την αφέλεια της Σούζη και άρχισε να της φωνάζει για τα πάντα για όλες τις μικρές ιδιοτροπίες της μέχρι ότι δεν μπορούσε να μαγειρέψει όσο καλά μαγειρεύει η μάνα του της είπε.

               Η Σούζη δεν κράτησε άλλο την ψυχραιμίας της, έβγαλε το δαχτυλίδι αρραβώνων , το πέταξε και έφυγε. To δαχτυλίδι δεν ξαναβρέθηκε ποτέ…..

Καθώς βγήκε από τη πόρτα του σπιτιού της πήρε μια απόφασή που θα της άλλαζε για πάντα τη ζωή. Αποφάσισε να ακολουθήσει τις συμβουλές του πατέρα της. Πήγε στο μοναστήρι της διπλανής πόλης και παντρεύτηκε την εκκλησία, έγινε καθολική μοναχή. Δεν ξανασκέφτηκε το Τζον ούτε και έμαθε κάτι για αυτόν. Αφιέρωσε τη ζωή της στους άλλους και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της ευτυχισμένη.

. Dr Annie .
. Eirinaki6 .
. Melita .
. Anne - Marie .

ΤΕΛΟΣ

bottom of page