top of page
  .Οι περιπέτειες του Στέλιου .   

          Ο Στέλιος άνοιξε την πόρτα, έριξε μια ματιά γύρω του και αναστέναξε.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, που η ίδια ακριβώς κίνηση, σήμαινε κάτι άλλο.
          Προσπάθησε να αποδιώξει τη σκέψη από το μυαλό του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν τον χωρούσε το δωμάτιο. Δεν τον χωρούσαν ούτε τα ίδια του τα ρούχα. Κρεμόταν πάνω του το παλτό. Βρώμικος ο γιακάς, βρώμικες οι μανσέτες. Αφήνει το χαρτοφύλακα δίπλα από την πόρτα.Όλοι μπορούν να φανταστούν πως ήταν φθαρμένος. Πετάει το παλτό στην πλάτη της καρέκλας και πάει στην κουζίνα.

          Ανοίγει το ψυγείο. Η μυρωδιά αποπνικτική, αλλά ούτε που το παίρνει χαμπάρι. Παίρνει μια μπύρα, που είναι το μόνο στο οποίο δεν έχει περάσει η ημερομηνία λήξης. Αν και γι αυτό δεν είμαστε σίγουροι. Βάζει φαγητό στο ήδη γεμάτο μπωλ της γάτας και τότε συνειδητοποιεί ότι έχει μέρες να τη δει.

Σέρνει τα βήματα μέχρι το σαλόνι, αν και δεν είναι ακριβής αυτή η περιγραφή. Θα ήθελε να είναι πιο συρτά, για να ταιριάζουν με την ψυχολογία του, αλλά είναι μάλλον πηδηχτά. Δε θα το παραδεχτεί όμως ποτέ.

          Κάθεται στην καρέκλα με το πράσινο κάλυμμα, κληρονομιά, κι ανεβάζει τα πόδια στο τραπεζάκι. Και λίγο πριν πατήσει το On στο τηλεκοντρόλ ακούει πάλι το θόρυβο από το πάνω πάτωμα.

          Είχε χρόνια να επισκεφτεί τον δεύτερο όροφο του σπιτιού του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του είχαν αλλάξει όλα. Παρ' όλα αυτά ο θόρυβος του κίνησε την περιέργεια και αποφάσισε να δει τι συμβαίνει.

          Ο Στέλιος ανέβηκε βαριεστημένα την ξύλινη σκάλα που έτριζε σε κάθε του βήμα. Ούτε που ήξερε τι έπρεπε να ψάξει και πού. Ο θόρυβος συνεχίστηκε για μια στιγμή και σταμάτησε πάλι. Του φάνηκε ότι ερχόταν από το δωμάτιο της μητέρας του, που είχε να ανοιχτεί από την κηδεία της. Έψαξε το κλειδί της πόρτας στην τσέπη του, το είχε πάντα μαζί του για τη μέρα που θα αποφάσιζε να ξαναμπεί εκεί μέσα, σ’ αυτό το γιαγιαδίστικο δώμα που είχε περάσει τις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές της ζωής του. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Διστάζει. Αναστενάζει. Το κλειδί γυρίζει, η πόρτα ανοίγει, και τα επόμενα δευτερόλεπτα θα τα θυμάται σίγουρα για όλη του την υπόλοιπη ζωή.

          «Στέλιο σύνελθε!» είπε ασυναίσθητα από μέσα του. Ένιωθε πως του είχαν κοπεί τα πόδια. Μπροστά του έβλεπε τον ίδιο του τον εαυτό… Ήταν ξεκάθαρα αυτός. Μέσα στο δωμάτιο της πια-νεκρής μητέρας του, ένας Στέλιος...;! Σα να είχε μπροστά του έναν καθρέφτη και να κοιταζόταν, μόνο που φόραγε διαφορετικά ρούχα και εκείνος επίσης ήταν χτυπημένος, με διάφορους μώλωπες και κοψίματα στο πρόσωπο και τα χέρια του. Ο «καινούριος» Στέλιος τον κοίταζε και αυτός λίγο θορυβημένος. Σαν ένα μικρό παιδάκι που το πιάσανε να κάνει κάτι που απαγορεύεται.

          «Αυτό δεν έπρεπε να το δεις» του είπε κάπως απολογητικά ο «καινούριος»... Ο Στέλιος σα να άρχισε να ζαλίζεται. Μήπως ονειρευόταν; Ναι, ναι, αυτό θα ήταν σίγουρα, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Όμως δε μπορούσε καν να τσιμπήσει τον εαυτό του για να ξυπνήσει, είχε παγώσει στη θέση του, μη μπορώντας να πιστέψει το όλο θέαμα. Ο «καινούριος» έκρυψε κάτι στο τζιν σακάκι του, που δεν πρόλαβε όμως να δει τι ήταν, και έστρεψε πάλι τα μάτια του σε αυτόν.

          «Λυπάμαι. Θα καταλάβεις σύντομα...» είπε κάπως συμπονετικά και με μια περίεργη, στρογγυλή κίνηση των χεριών του στον αέρα, εμφάνισε μέσα στη μέση του δωματίου, στο απόλυτο κενό κάτι σαν... άβυσσο. Ο Στέλιος τώρα τελείως τρομοκρατημένος με όσα έβλεπε, σα να ξύπνησε από το λήθαργο που βρισκόταν τόση ώρα, έκανε την κίνηση να τρέξει προς τα πίσω, να ξεφύγει από την τρέλα που υπήρχε στο δωμάτιο, όμως ο καινούριος Στέλιος με την κίνηση των 2 δαχτύλων του, τον έριξε λιπόθυμο στο πάτωμα. Του έριξε μια ματιά να σιγουρευτεί ότι είναι καλά και ύστερα, με ένα αχνό χαμόγελο θα έλεγε κανείς, βούτηξε μέσα στην άβυσσο που είχε δημιουργήσει ο ίδιος πριν από λίγο και χάθηκε στο πουθενά...

 

          Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Στέλιος αντίκρισε το ταβάνι. Ανασηκώθηκε και έπιασε το κεφάλι του. Πονούσε από το ξαφνικό πέσιμο. Αναλογίστηκε για λίγο όλα αυτά που είχαν προηγηθεί… Είναι πραγματικότητα όλα αυτά ή απλά βιώνει ένα διαβολικό όνειρο; Είναι μπερδεμένος, όλη του η λογική πραγματικότητα κατέρρευσε σε μια στιγμή. Κοιτά τη νεκρή μητέρα του και δακρύζει, εύχεται να ήταν και πάλι κοντά του, πονάει και νιώθει ένα βάρος στο στήθος αλλά πρέπει να φανεί δυνατός και να συνοδεύσει τη μητέρα του στην τελευταία της κατοικία.

          Μετά από αυτό πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό που τον κυνηγά. Δεν ξέρει τι είναι… Ένα φάντασμα του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος; Μια σκιά; Ο σωσίας του; Ή απλά αρχίζει να τρελαίνεται; Δεν ξέρει αν αυτός ο «άλλος Στέλιος» εμφανίστηκε για καλό στη ζωή του. Το μόνο που αισθάνεται είναι ότι δε θα ξεμπερδέψει τόσο εύκολα μαζί του.

          Οι ώρες περνούν αλλά ο Στέλιος δεν σταματά να αναρωτιέται τι σημαίνουν τα λόγια αυτού του παράξενου επισκέπτη που ήρθε να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του… «Θα καταλάβεις σύντομα», μόνο αυτό του είπε και εξαφανίστηκε δια μαγείας αλλά προσωρινά. Τι είναι αυτό που σύντομα θα καταλάβει ο Στέλιος;; Αρχίζει να βάζει τη σκέψη του σε μια σειρά και για το μόνο που μπορεί να είναι σίγουρος πλέον, είναι ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του οι δικοί του άνθρωποι τον χρειάζονται και ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός  Στέλιος, όχι εκείνη η φτηνή απομίμηση του εαυτού του.

          Ψάχνει το κινητό του. Όταν το βρίσκει βλέπει ένα μήνυμα από έναν άγνωστο αριθμό εξωτερικού, τον οποίο μόλις καλεί ο τηλεφωνητής του λέει ότι ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται. « Αν θες να μάθεις τον λόγο που σου βασανίζω τη σκέψη, έλα στη Ρόδο σε μια εβδομάδα από τώρα στον παλαιότερο Μύλο του νησιού»…

 

          Μπαίνοντας στο αεροπλάνο για τη Ρόδο σκεφτόταν όλες τις μέρες που προηγήθηκαν και το μόνο που ήθελε ήταν να τα βάλει σε μια σειρά. Το χτύπημα στο κεφάλι, ο θάνατος της μητέρας του, η κηδεία και εκείνο το μήνυμα που τον καλούσε στη Ρόδο με ραντεβού στον παλιότερο μύλο του νησιού... Θα έβρισκε ο Στέλιος τη λύση εκεί, θα μπορούσε να βγάλει άκρη με τον παράξενο επισκέπτη και τι είναι αυτό που θα καταλάβαινε; Θορυβώδεις οι σκέψεις στο μυαλό του όπως και οι τουρμπίνες του αεροπλάνου που προσγειωνόταν στο νησί. Ένιωθε πως κάτι τον ακολουθεί, τα μάτια κάποιου/ας είναι κολλημένα πάνω του και όλο αυτό τον έκανε να ασφυκτιά… μήπως είναι στο αεροπλάνο μαζί του, μήπως όλο αυτό είναι παγίδα; Κατέβηκε γρήγορα από το αεροπλάνο αλλά αυτή η αίσθηση δεν σταμάτησε... Κάποιος τον παρακολουθεί! Πρέπει να βρει τον παλιότερο μύλο του νησιού και μάλιστα γρήγορα πριν γίνει κάτι άλλο…

 

          Η ατμόσφαιρα μέσα στο ταξί αποπνικτική. Ο Στέλιος έκλεισε τα μάτια του ,ακόμη το κεφάλι του πονούσε από το χτύπημα, είχε να κοιμηθεί τόσες μέρες . «Πρώτη φορά έρχεστε στο νησί μας;», ακούστηκε η τραχιά φωνή του ταξιτζή… «Όχι», του αποκρίθηκε , «σε ηλικία πέντε χρονών ήρθα στην Ρόδο μαζί με την μάνα μου, μείναμε μόνο μια μέρα και την επόμενη μέρα φύγαμε με το πρώτο καράβι…» Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του…. Μέσα του δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η υπέροχη γυναίκα έφυγε από την ζωή τόσο ξαφνικά.

          Επιτέλους έφτασε… Η διαδρομή του φάνηκε αιώνας ολόκληρος… «Να σας περιμένω; Εδώ δεν υπάρχει ψυχή πως θα γυρίσετε πίσω;» «Φύγετε, θα βρω τρόπο να γυρίσω», φώναξε και άρχισε να βαδίζει προς τα χαλάσματα του παλιού μύλου… Όσο πλησίαζε, τόσο ένιωθε ξανά την ίδια αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθεί. «Το ξέρω αυτό το μέρος, το ξέρω!», φώναξε δυνατά… «Πριν από τριανταπέντε χρόνια ήρθα εδώ μαζί με την μάνα μου …..σαν να την βλέπω τώρα να βγαιν …..σαν να την βλέπω τώρα να βγαίνει κλαίγοντας από τον παλιό μύλο να με τραβάει από το χέρι και να τρέχουμε σαν κυνηγημένοι…….» Ξαφνικά η καρδιά του Στέλιου άρχισε να κτυπά σαν ταμπούρλο , ποιος είναι αυτός που βγαίνει από τα χαλάσματα του πιο παλιού μύλου;

 

          Ήταν αυτή… Τον γύρισε πίσω στα παιδικά του χρόνια... Τότε που ανέμελα έπαιζαν παρέα και έτρεχαν να κρυφτούν στο μύλο... Σήμερα όμως δεν ήταν μόνη… Δεν ήταν η ίδια. Κάτι είχε αλλάξει... Τα μαλλιά της, το βλέμμα της… Τόσο ίδια με το μακρινό παρελθόν συνάμα και τόσο διαφορετική… Δε μπορεί να το πιστέψει δε μπορεί να είναι δυνατόν αυτό που αντικρίζει. Τόσες συγκινήσεις ξαφνικά σε μία μέρα δε μπορεί να τις αντέξει… Ώσπου ξαφνικά ακούει το «όνομά» του – «Χελωνάκι εσύ;;;» Απίστευτο!

 

          Η καρδιά του πήγε να σπάσει… Για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι η φωνή του δεν είχε δύναμη να βγει.
«Έλενα…», απάντησε με φωνή που έτρεμε.
«Χελωνάκι μου… Πόσος καιρός έχει περάσει;», έτρεξε προς το μέρος του και έπεσε στην αγκαλιά του.
          Για δευτερόλεπτα χάθηκαν  και οι δύο μέσα σε αυτή την αγκαλιά. Είχαν περάσει δέκα χρόνια και όμως ο Στέλιος αισθανόταν ότι ήταν μόλις χθες που αποχαιρετίστηκαν με εκείνο το φιλί…

          «Ώστε εσύ είσαι ο Στέλιος…», άκουσε μία αντρική φωνή.
 «Ανδρέας! Έχω ακούσει τόσες ιστορίες για εσένα από την Έλενα!».
«Ο Ανδρέας έχει την υπομονή να με ακούει να μιλάω ώρες για τα παιδικά μου χρόνια… χαζομάρες!», είπε με ένα τόνο κάπως αμήχανο και ειρωνικό ταυτόχρονα.
          «Ήμασταν παιδιά τότε Έλενα… Αθώα και όχι χαζά…», απάντησε ο Στέλιος φανερά ενοχλημένος. Η Έλενα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από τη συναισθηματική φόρτιση. Την κοίταξε και αυτός και ήταν σαν να μίλησαν τα μάτια μεταξύ τους.

 

          Η συνάντηση του Στέλιου με την  Έλενα μετά από δέκα χρόνια πυροδότησε και στους δύο πολλά συναισθήματα. Οι ματιές και οι αγκαλιές που αντάλλαξαν οι δύο παιδικοί φίλοι φαίνεται να ενόχλησαν τον Αντρέα που με κοφτή φωνή είπε «Τι θα γίνει; Εδώ θα μείνουμε; Πάμε καμιά βόλτα..» Εκείνοι κοιτάχτηκαν και έγνεψαν καταφατικά.

          Στο νου του Στέλιου ήρθαν διάφορες σκηνές από εκείνα τα χρόνια. Τα παιχνίδια στην  αυλή, τα μαλώματα τους, τα διαλείμματα που γράφανε ημερολόγιο και ανταλλάσσανε κάρτες και αλληλογραφίες, τα μαθήματα κι ένα σωρό άλλες αναμνήσεις, καλές και άσχημες, πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του.
          Την κοίταζε και παρατηρούσε πόσο πολύ είχε ομορφύνει. Τα μάτια της… το γέλιο της…  η λάμψη της.. τον έκαναν να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Ταυτόχρονα πολλά ερωτηματικά βασάνιζαν το μυαλό του… «Γιατί θέλησε η Έλενα να τον δει μετά από τόσα χρόνια;», «Γιατί ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι όταν την κοιτούσε;», «Γιατί τον ενοχλούσε η διακριτική παρουσία του Αντρέα στη συνάντηση;»

          Η ώρα περνούσε και ο δρόμος των δύο φίλων θα χώριζε και πάλι, όμως αυτή τη φορά ο αποχωρισμός τους δεν θα κρατούσε πολύ. Έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα. «Την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος αύριο και μόνη σου…» της ψιθύρισε στο αυτί, τη φίλησε στο μάγουλο, χαιρέτησε τον Αντρέα και έφυγε.

 

          Τον κοίταζε να απομακρύνεται. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει. Της ήρθαν τόσα αισθήματα που ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχαν. Είχε απορροφηθεί τόσο στις σκέψεις της όσο και στον Στέλιο που είχε ξεχάσει τελείως τον Αντρέα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της, μέχρι που της έπιασε το χέρι.

          «Πάμε σπίτι;» την ρώτησε. Δεν απάντησε, απλά έγνεψε θετικά με το κεφάλι.

          Το εικοσιτετράωρο που τους χώριζε πέρασε βασανιστικά αργά. Η ανυπομονησία και των δύο είχε χτυπήσει κόκκινο. Είχαν τόσα πολλά να πουν ο ένας στον άλλο και ας μην το ήξεραν. Είχε έρθει πια ο καιρός να μιλήσουν ανοιχτά για το παρελθόν και για όλα αυτά που τους βασάνιζαν τόσα χρόνια.

          Η ώρα της συνάντησης πλησίαζε και ο Στέλιος με την Έλενα άρχισαν να ετοιμάζονται. Ο Στέλιος έβαλε το αγαπημένο του τζιν με ένα γαλάζιο πουκάμισο. Ο καιρός είχε γλυκάνει πια και δεν θα χρειαζόταν μπουφάν. Η Έλενα διάλεξε να φορέσει ένα μακρύ μπεζ φόρεμα με περιγράμματα σε μαύρο χρώμα γεωμετρικών σχεδίων. Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει ίσια να πέφτουν στους ώμους και το μακιγιάζ της ήταν τόσο απαλό και φυσικό σαν να μην είχε βαφτεί καθόλου. Πήρε τα κλειδιά του αμαξιού και ξεκίνησε για να τον συναντήσει.

          Από το άγχος του ο Στέλιος είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς, με αποτέλεσμα να φτάσει μισή ώρα πριν την συμφωνηθείσα ώρα. Όσο περίμενε να εμφανιστεί η Έλενα, πηγαινοερχόταν μπροστά από την καφετέρια.

          Η Έλενα ήταν ακόμα μέσα στο αμάξι, κολλημένη στην κίνηση. Κοιτούσε μια την ώρα και μια τον δρόμο μπροστά της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι θα αργούσε στο ίσως πιο σημαντικό ραντεβού της ζωής της. Κοίταγε μπροστά μπας και καταλάβαινε τι έφταιγε και είχαν μείνει τόση ώρα στο ίδιο σημείο. Και το είδε. Τα φανάρια δεν λειτουργούσαν και υπήρχε τροχονόμος.           Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν έτοιμη να πάρει τον Στέλιο να του ζητήσει συγνώμη για την αργοπορία, αλλά εκείνη την στιγμή τα αμάξια μπροστά της άρχισαν να κινούνται. Άφησε το φρένο και ξεκίνησε το αμάξι της χαρούμενη που θα έφτανε στο ραντεβού της. Αλλά όχι. Ο τροχονόμος της έκανε νόημα να σταματήσει το αμάξι για να περάσουν τα άλλα αμάξια.

          Όταν μετά από σχεδόν δέκα λεπτά ο τροχονόμος τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν, ένα αμάξι από τον άλλο δρόμο τον παράκουσε και πέρασε γρήγορα από μπροστά του. Το αποτέλεσμα ήταν να πάει και να πέσει πάνω στο αμάξι της Έλενας και να την παρασύρει πάνω στις οδικές μπάρες.

          Η κίνηση σταμάτησε αμέσως. Ο τροχονόμος έσπευσε στο σημείο του τροχαίου να βεβαιωθεί πως όλα ήταν καλά. Δεν ήταν όμως. Οι οδηγοί των άλλων αμαξιών κατέβηκαν από τα οχήματά τους και άρχισαν να καλούν ασθενοφόρο. Όλοι κοίταγαν τα δυο τρακαρισμένα οχήματα. Στο ένα ο οδηγός φαινόταν καλά, αν και είχε υποστεί μεγάλο σοκ. Στο άλλο όμως, σ' αυτό που μέσα ήταν η Έλενα τα πράγματα δεν φαινόντουσαν καλά. Ο τροχονόμος κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο της Έλενας πιο προσεχτικά. Την είδε να ανασαίνει. Βαριά, αλλά ανάσαινε. Άρχισε να ψάχνει με το βλέμμα του για τα προσωπικά της πράγματα και βρήκε το κινητό της. Το άνοιξε και πήρε τηλέφωνο το τελευταίο νούμερο που είχε στις κλήσεις της.

          «Που είσαι βρε Έλενα;» ακούστηκε να λέει η αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.

          «Είστε ο σύζυγος;» Ακούστηκε η φωνή του τροχονόμου. Ο Στέλιος δίστασε για μια στιγμή και απάντησε «όχι». «Τι συμβαίνει?», ρώτησε τρομαγμένος. Η κλήση τερματίστηκε ξαφνικά. Ο Στέλιος κάλεσε πίσω τον αριθμό, αλλά το κινητό της Έλενας είχε κλείσει. Άρχισε να τρέχει στο δρόμο. Δεν ήξερε ποια κατεύθυνση να πάρει. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Αντρέα, μα τι θα ρωτούσε; Πως θα δικαιολογούσε το γεγονός πως γνώριζε κάτι με τροχαίο; Σκεφτόταν τρομαγμένος την Έλενα και ένιωσε την απελπισία να τον γονατίζει.

          Ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά του η Άννα. «Τι κάνεις εδώ; Σήμερα είχαμε ραντεβού με τον γυναικολόγο. Το ξέχασες;» «Σε εσένα ερχόμουν, μόλις θα σε καλούσα» της απάντησε γεμάτος ενοχή. «Μα κάτι έπαθε το κινητό μου»... Η Άννα τον αγκάλιασε χαρούμενη και πήραν το δρόμο για το γιατρό. 

          Μόλις βγήκε από το εξεταστήριο η Άννα , έλαμπε. Δίδυμα φώναξε! Ο Στέλιος έχασε το χρώμα και τη φωνή του. Δεν πίστευε στα αυτιά του. Ξαφνικά η πίεση ανέβηκε, αισθάνθηκε μια τάση για εμετό και μετά έπεσε στο πάτωμα του ιατρείου, χάνοντας τις αισθήσεις του. H sexy βοηθός του γιατρού έσκυψε πάνω από το Στέλιο, για να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Το μεγάλο της στήθος ακούμπησε σχεδόν στο πρόσωπό του…. Και τότε ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του... και άρπαξε το στήθος της βοηθού. Η βοηθός καταλαβαίνοντας την κατάσταση του και θέλοντας να το συνεφέρει​ του έδωσε μια σφαλιάρα στο μάγουλο και έβγαλε από την τσέπη της…

          …Ένα σοκολατάκι. Το ξετύλιξε και το έβαλε στο στόμα του Στέλιου. -«Θα σου πρότεινα να μη το δαγκώσεις, καλύτερα να το πιπιλίσεις σιγά σιγά να ανεβάσεις την πίεσή σου». Ο Στέλιος ξαφνικά άρχισε να φουντώνει, στο μυαλό του έκανε εικόνα το πλούσιο στήθος της νοσοκόμας και ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

          -«Είσαι καλύτερα αγάπη μου;», ακούστηκε η φωνή της Άννας που του έβγαλε βίαια από τη νιρβάνα του. Πιάστηκε από το χέρι της κ σηκώθηκε, είδε ένα δωμάτιο γεμάτο εγκύους.

          -«Δίδυμα», ψέλλισε κοιτώντας όλο απόγνωση την Άννα.

          -«Ναι αγάπη μου, δεν είναι υπέροχο!!»

          Η νοσοκόμα κατάλαβε την κατάσταση του Στέλιου και για να εξομαλύνει τις  συνθήκες και για το ζευγάρι , αλλά και για τις υπόλοιπες εγκύους, που φυσικά είχαν ταραχτεί από το σκηνικό, πρότεινε στην Άννα να πάνε για μια πορτοκαλάδα στο κυλικείο του νοσοκομείου.

Στο κυλικείο ο Στέλιος προσπαθούσε να χωνέψει το ότι θα γίνει  πατέρας  και  μάλιστα δίδυμων! Η Άννα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και τον κοιτούσε όλο αγάπη! Ξαφνικά του λέει –«Αγάπη μου, αυτός δεν είναι ο Αντρέας ο άντρας της Έλενας; Τι να γυρεύει εδώ; Πάω να τον φωνάξω!»

          Η Έλενα, το τηλεφώνημα, το ατύχημα, ο τροχονόμος, η Άννα, τα δίδυμα, όλα στο κεφάλι του Στέλιου ήταν ένα. Δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί! Έπρεπε να συνέρθει! Η Άννα ερχόταν προς το μέρος του με τον αναστατωμένο Αντρέα! «Πρέπει να συνέρθω... τι άλλο με περιμένει σήμερα!;!» σκέφτηκε!...............

          Ο Στέλιος μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του πίσω από ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Ο Αντρέας του έδωσε το χέρι του και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Ο Στέλιος σκέφτηκε ότι πρέπει να τον ρωτήσει για ποιον λόγο βρίσκεται στο νοσοκομείο, αλλά κάτι μέσα του τον απέτρεψε. Μάλλον δεν άντεχε να αντιμετωπίσει περισσότερα σήμερα.

          «2 ευρώ» είπε βαριεστημένα η υπάλληλος του κυλικείου. Ο Στέλιος έβγαλε ένα κέρμα από την τσέπη του, πήρε τον ζεστό καφέ από τον πάγκο και ετοίμασε ένα τσιγάρο. «Εμένα με συγχωρείτε», είπε δείχνοντας το τσιγάρο που κρατούσε, «μέρες σαν και τη σημερινή το έχω πραγματικά ανάγκη».

          Βγήκε στο προαύλιο του νοσοκομείου και άναψε το τσιγάρο. Δεν το κάπνισε, το κράτησε μόνο αναμμένο ανάμεσα στα δάχτυλά του. Είχε κόψει το τσιγάρο εδώ και μήνες, αλλά χρειαζόταν μια δικαιολογία να απομακρυνθεί και να σκεφτεί. Ένιωθε χαμένος, τρομαγμένος… Μέσα σε μια μέρα όλη του η ζωή είχε έρθει άνω-κάτω… Πόσα πράγματα είχαν συμβεί και τώρα έμαθε ότι θα γίνει πατέρας… Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε όταν ο Αντρέας ήρθε να τον βρει. «Συγχαρητήρια» του είπε με ένα διάπλατο χαμόγελο. Η Έλενα του το είχε πει όσο αυτός βρισκόταν χαμένος στις σκέψεις του στο απρόσωπο προαύλιο του νοσοκομείου. «Ευχαριστώ» ψέλλισε την ώρα που ο Αντρέας τον αγκάλιασε. «Πρέπει να της πάρω ένα δώρο», είπε, «ένα κόσμημα ίσως…» «Μπορείς να την απασχολήσεις λίγο;» «Φυσικά» είπε ο Αντρέας και επέστρεψε γρήγορα μέσα να τη βρει.

          Ο Στέλιος είχε ήδη χαθεί στη μεγάλη λεωφόρο χωρίς να τον ενδιαφέρει που πηγαίνει, όταν ο Αντρέας συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε τίποτα ανοιχτό για να της πάρει δώρο τέτοια ώρα…

          Μετά από ώρες οδήγησης κατευθύνθηκε προς την κοντινότερη πλατεία της περιοχής , βγήκε από το αυτοκίνητό του και με μεγάλες δρασκελιές κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας εκείνης . Τοποθέτησε το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες ενώ χαοτικές σκέψεις άρχισαν να του τριβελίζουν το μυαλό. Και αν τελικά δεν το ήθελε αυτό το μωρό; Εδώ καλά καλά δεν μπορούσε να προστατέψει και να προστατευτεί από τον εαυτό του πόσο μάλλον να προστατέψει ένα τόσο μικρό πλασματάκι από αυτόν τον σκληρό και άδικο κόσμο. Και αν δεν ήθελε να γίνει ακόμα πατέρας; Σηκώθηκε βιαστικά , δεν ήξερε που πήγαινε μα αυτή η ησυχία του έξω κόσμου με την «φασαρία» που είχε στο μυαλό του προκαλούσε ζαλάδα. Μήπως τελικά θα έπρεπε να φύγει;….

          «Χρειάζομαι ένα μέρος να σκεφτώ», είπε στον εαυτό του. Στιγμές σαν κι αυτές, ήταν που τον έκαναν να θέλει να βρεθεί κοντά στη θάλασσα. Έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την τσέπη του και κατευθύνθηκε προς αυτό. «Πρέπει να βρω κάτι να με χαλαρώσει, ένα τσιγάρο, μόνο ένα» μουρμούριζε καθώς διέσχιζε το δρόμο. Ήξερε πως έπρεπε να αντισταθεί στην επιθυμία, είχαν περάσει 10 χρόνια από τότε που το σταμάτησε για χάρη των γονιών του. Κι όμως ήταν αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή.

          Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και έκατσε στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το ντουλαπάκι του καθίσματος κα άρχισε να ψαχουλεύει. Συνήθιζε πάντα να έχει ένα πακέτο κάπου εκεί μέσα, για ώρα ανάγκης. Βρήκε το πακέτο και το έβγαλε βιαστικά από την κρυψώνα του. Όμως κάτι άλλο του τράβηξε την προσοχή. Μια  τσαλακωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία  είχε χωθεί ανάμεσα στα χαρτιά του αυτοκινήτου. Την τράβηξε έξω αγχωμένος. Αυτή η φωτογραφία του ξυπνούσε άσχημες αναμνήσεις. Η μήπως όχι;

          Στη φωτογραφία υπήρχε ένα ζευγάρι. Μια κοπέλα γλυκιά με σγουρά μαλλιά και σκοτεινά μάτια, κοίταζε το αγόρι με αγάπη και στοργή ενώ εκείνος χαμογελούσε στο φακό. Στο πρόσωπό τους ήταν ζωγραφισμένη η ευτυχία. Μια ευτυχία που έλαβε τέλος πολλά χρόνια πριν. Αυτή και αυτός, δεν άντεχε καν να σκεφτεί το όνομα της, πόσο μάλλον να το προφέρει.

          Αυτός ήταν τριτοετής φοιτητής και εκείνη μόλις είχε έρθει στη σχόλη. "Το μικρό", έτσι συνήθιζε να την αποκαλεί. Ξεκίνησαν να κάνουν παρέα από την πρώτη κιόλας εβδομάδα όμως σύντομα κατάλαβαν πως τα συναισθήματα τους δεν ήταν πλέον φιλικά. Είχαν την τέλεια σχέση, ξεκίνησαν τη συγκατοίκηση ένα χρόνο αργότερα και έφτιαχναν μαζί   σχέδια για το μέλλον τους. Πόσο αδαείς ήταν τότε; «Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε» του έλεγε η μητέρα του . Και τα σχέδια τους δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. ο λόγος; Η Άννα.

          Η Άννα ήταν περιζήτητη από μικρή. Ήταν μια δυναμική κοπέλα, με υπέροχο χαμόγελο και κοφτερό μυαλό. Οι γονείς της ήταν ιατροί και συνέχισε και η ίδια την οικογενειακή παράδοση. Είχαν την ίδια ηλικία με το Στέλιο και ήταν τσιμπημένη από μικρή μαζί του. «Ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους» της φώναζε συνέχεια, «Δεν πρόκειται να είμαστε ποτέ μαζί, πάρ’ το απόφαση!». Όμως η Άννα δεν το έβαζε κάτω και τον πολιορκούσε συνεχώς, ακόμη κι όταν πήγαν για σπουδές. Ήξερε για το δεσμό τους όμως δεν την πτοούσε. Απλά χρειαζόταν μια ευκαιρία για να του αλλάξει τα μυαλά. Κι αυτή δεν άργησε να έρθει.

          Όταν η μητέρα του Στέλιου αρρώστησε βαριά, οι γονείς της Άννας τη διέγνωσαν με μια σημαντική καρδιοπάθεια. Χρειαζόταν επειγόντως χειρουργείο όμως τα έξοδα ήταν πολλά και η οικογένεια δε μπορούσε να τα αντέξει. Και τότε η Άννα αποφάσισε να αδράξει την ευκαιρία.  «Σου μένει ένας χρόνος να τελειώσεις τη σχόλη. Μετά από 2 θα έχω τελειώσει κι εγώ.  Παντρέψου με και θα καλύψω όλα τα έξοδα για την επέμβαση της μαμάς σου.»

          Ο Στέλιος δε μπορούσε να πιστέψει το θράσος της. Ήξερε πως η μητέρα του τη λάτρευε και ο γάμος τους θα την έκανε ευτυχισμένη μετά την επέμβαση. Όμως ο ίδιος δεν το ήθελε. Ήταν ερωτευμένος με τη μικρή του. Είχαν κάνει τόσα  σχέδια μαζί, είχαν τόσο πολλά να ζήσουν. Όμως δε θα θυσίαζε τη μητέρα του για ένα πάθος. Πάνω απ' όλα είχε την οικογένεια του. Θα ήταν δύσκολο για τη μικρή του, όμως πιο δύσκολο θα ήταν για τον ίδιο. Να θάψει την αγάπη του για αυτήν, για να ζήσει η μητέρα του. Ακουγόταν δίκαιο και έπρεπε να ευχαριστεί την Άννα για την πρόταση της. Ήξερε πως η Άννα τον λάτρευε και το έκανε για το καλό του, κι ας ήταν για τον ίδιο επίπονο. Η μικρή δεν τον συγχώρεσε ποτέ για το χωρισμό τους γιατί ποτέ δεν της είπε την αλήθεια. «Είμαι ερωτευμένος με την Άννα. Η σχέση μας έχει τελειώσει. Μάζεψε τα και φύγε» της φώναζε ενώ εκείνη έκλαιγε με λυγμούς.  Πίστευε πως αν την έκανε να τον μισήσει,  θα τον ξεχνούσε ευκολότερα. Και αυτό και έγινε. Δεν είχαν ξαναμιλήσει από τότε.

          Πέταξε τη φωτογραφία από το παράθυρο και κατευθύνθηκε Δυτικά. «Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει» έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να τον ξεγελάσει. «Πρέπει να σκεφτώ το μωρό και την Άννα, μόνο αυτά μετράνε». Σταμάτησε το αμάξι δίπλα από μια απόμερη παράλια και έκατσε στην αμμουδιά. Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του πουκαμίσου του, τράβηξε ένα τσιγάρο και το άναψε. Η γεύση του καπνού του έκαιγε το στόμα. Άρχισε να βήχει όμως συνέχισε να το καπνίζει. Μαζί με τον καπνό, έφευγαν μακριά και οι αρνητικές σκέψεις. Η λογική ήταν αυτή που έπρεπε να υπερισχύσει και όχι τα συναισθήματα.  Το μωρό δεν έφταιγε για τις πράξεις των γονιών του, ούτε για το παρελθόν τους. «Το μωρό είναι μια νέα αρχή. Ένας τρόπος να ξεγράψω τα παλιά. Η διέξοδος μου από την καθημερινότητα. Θα αφοσιωθώ σε αυτό. Θα γίνω σωστός πατέρας». Είχε πάρει ήδη την απόφαση του. Θα επέστρεφε στο νοσοκομείο, θα έπαιρνε τη γυναίκα του και το μωρό και θα έφευγαν μακριά. Μακριά από το παρελθόν που τον στοίχειωνε τόσα χρονιά, μακριά από τη μικρή του, μακριά από τις λανθασμένες επιλογές. Θα τα άφηνε όλα πίσω και θα έδινε όλη του τη ζωή για το νέο θαύμα στη ζωή του.

          Μάζεψαν τα πράγματα τους από το νοσοκομείο και επιβιβάστηκαν στο πρώτο αεροπλάνο για Ολλανδία. Στην Άννα άρεσε ο τρόπος ζωής εκεί και υπήρχαν θέσεις εργασίας και για τους δυο. Βρήκαν ένα άνετο διαμέρισμα και μέσα σε λίγες μέρες έπιασαν δουλειά. Το μικρό τους αγγελούδι μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και μαζί με αυτό ο Στέλιος καμάρωνε για τη σωστή του επιλογή. Όλα είχαν πάρει πλέον το δρόμο τους. Το παρελθόν άνηκε στο παρελθόν. Κάποιες στιγμές έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται τι θα είχε γίνει αν έμενε με τη μικρή του, όμως μια φωνή έπαιρνε τις σκέψεις μακριά, «Μπαμπά;». Αυτή ήταν η μόνη φωνή που είχε πραγματικά σημασία γι αυτόν. Η μόνη φωνή που του επιβεβαίωνε πως κάθε του επιλογή ήταν τελικά η σωστή. Η μόνη φωνή που άξιζε να αγωνιστεί γι αυτήν, κι αυτό και έκανε.

  .Maya .   
   .Vivica .   
  .Vicky88 .   
   .Emma .   
  .Evaggelia .  
   .Grace .  
   .Zeta .   
  .Veronica1 .  
  .Leo .  
  . Angelica .  
   .Efip .   
   . Anima .  
   .Charlotte .   
   .Lydia1 .   
   .Nicol .   
   .Raf .   
  . Jessica Rabbit .  

ΤΕΛΟΣ

bottom of page